- ἀλύτης
- ἀλύτηςpolice-officermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
ἀλύτη — ἀλύτης police officer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκογλωσσίδες — (discoglossidae). Οικογένεια άνουρων βατράχων. Οι βάτραχοι της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται κυρίως από την κάλυψη των δαχτύλων τους από μία ανθεκτική μεμβράνη. Η γλώσσα τους, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους βατράχους, είναι κυκλική… … Dictionary of Greek
ἀλύτας — ἀλύτᾱς , ἀλύτης police officer masc acc pl ἀλύτᾱς , ἀλύτης police officer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pankration — Infobox martial art logo = logocaption = logosize = imagecaption = The Wrestlers , a reproduction of a 3rd century bronze statue, from the Uffizi, Florence, Italy. imagesize = name = Pankration aka = focus = Mixed hardness = Full Contact country … Wikipedia
αλυτάρχης — ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος) 1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης τής τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση… … Dictionary of Greek
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
ἀλύτου — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg ἀλύτης police officer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)